- τευχηστής
- ὁ, Ατευχηστήρ* («χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἐδεῑν ἄγει γυνή τις», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ- τού τεῦχος + επίθημα -τής*, κατά τα ὀρχηστής, ὠμηστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τευχηστής — τευχηστήρ armed man masc nom sg τευχηστής armed man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστάς — τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc nom sg (epic doric aeolic) τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργηστής — ἀργηστής, ο (Α) αστραφτερός, λαμπερός, λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι… … Dictionary of Greek
τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] … Dictionary of Greek
τευχησταί — τευχηστήρ armed man masc nom/voc pl τευχηστής armed man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστῇσι — τευχηστήρ armed man masc dat pl (epic ionic) τευχηστής armed man masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχηστήν — τευχηστήρ armed man masc acc sg (attic epic ionic) τευχηστής armed man masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)